Τα πορτοκαλί γράμματα έτρεξαν αγχωμένα πάνω στην ηλεκτρονική ταμπέλα, το 12’ έγινε 11’, κι έπειτα εξαφανίστηκαν. Αυτό το μαρτύριο δεν ήταν κάτι καινούριο πάντως, γιατί, ως συνήθως, είχε αρχίσει τους υπολογισμούς της απ’ τις 22:00. Στις 22:30 στη στάση, στις 23:00 στα Κτελ, 23:15 το τελευταίο για το χωριό. Καλώς εχόντων των πραγμάτων στις 23:45 ακριβώς θα ήταν σπίτι. Τα πράγματα όμως πολλά μπορούσες να τα πεις εκτός από καλά. Στις 22:12 τα χέρια απέναντί της τινάχτηκαν από τη χαλαρή τους θέση στο τραπέζι και πασπάτεψαν νευρικά το ποτήρι. Κάτι για την μπύρα που δεν είχε τελειώσει ακόμα. Κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά, ίσα για να σταματήσουν να κουνιούνται, κι έψαξε για τον σερβιτόρο.
Πλεκτάνη! Τα πορτοκαλί γράμματα κόλλησαν επίτηδες στο 8. Είκοσι λεπτά χρειάστηκαν για να της δώσουν τα ρέστα της και να της πουν ένα γεια. Είκοσι γαμημένα λεπτά. Δελεαστική η σκέψη να χυθεί στην Εγνατία καθώς χαζεύει το 31 να απομακρύνεται. Προλαβαίνεις! Το επόμενο είναι σε δέκα λεπτά. Προλαβαίνεις, με την προϋπόθεση πως δε θα κολλήσει κάπου στο ενδιάμεσο.
Θα πλήρωνε πρόστιμο, την απείλησαν τα κόκκινα γράμματα πάνω από το κεφάλι της και (σαν να μην ήταν αυτό αρκετό) της έδειξαν την ώρα, 23:03. Σίγουρη πως ζούσε μια από εκείνες τις τυχερές μέρες, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη και τον θαυμασμό της προς τον οδηγό με μικρές άναρθρες κραυγούλες έκπληξης. Αυτός με ένα βαθύ, εσωτερικό, άψογα εκτελεσμένο σπιράλ του θανάτου προσγείωσε το όχημα του (μαζί με καμιά τριανταριά ψυχές) στην τερματική στάση. Για την ακρίβεια δυο μέτρα πιο πίσω από την τερματική στάση, την πολυπόθητη θέση που με τόσο θράσος είχε σφετεριστεί ένα κόκκινο Volvo. Αναμενόμενο. Το ίδιο θα έκανε κάθε ευσυνείδητος πιλότος άλλωστε, ο οδηγός αρνήθηκε να ανοίξει τις πόρτες σε ένα μέρος που δεν ήταν η τερματική στάση. Ίσως να έφταιγε η κόρνα, ίσως οι γροθιές της πάνω στα τζάμια, ίσως και τα δύο που φίλησε το υγρό τσιμέντο. Δίχως να υπολογίσει πόνο, ντροπή και αιωρούμενα, ημιδιαφανή αστράκια άρχισε να τρέχει. Στις 23:14 ανέβαινε τα σκαλοπάτια δυο-δυο.
Πρώτα είδε τα μεγάλα, φωτεινά κίτρινα γράμματα της σωτηρίας, μετά άκουσε την μηχανή να κελαηδάει. Πάει πέταξε. Αρπάχτηκε από την είσοδο, ο οδηγός τράβηξε το βλέμμα του απ’ τον καθρέφτη και το αστικό ξεκίνησε. Σκούπισε το αυτί της απ’ τις λάσπες να σηκώσει το τηλέφωνο.
-Έλα, το πρόλαβα.
-Σούπερ. Τι λες για αύριο;
Από την Κάμπια
Χωρίς Ανάσα