Συμβόλαιο

Σίγμα, όπως Συμβόλαιο

 

Σαν σήμερα, 30 χρόνια πριν..

..η βρώμικη μοκέτα που κάλυπτε τα σκαλοπάτια, δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα χάδια της φωτιάς. Εν ριπεί οφθαλμού, το περιστροφικό κλιμακοστάσιο τυλίχτηκε στις φλόγες. Οι αλλεπάληλες στρώσεις του χρώματος που κάλυπτε τις κουπαστές, έλυωνε και έσταζε σε χαμηλότερα επίπεδα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά οι ένοικοι των διαμερισμάτων του του τρίτου και του δεύτερου ορόφου, είχαν βγει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Φωνάζαν και χειρονομούσαν. Ο δεκάχρονος Τζον ξύπνησε από το ουρλιαχτό της σειρήνας. Κόλλησε την μύτη του στο τζάμι του παραθύρου. Ο κόκκινος φάρος του πυροσβεστικού οχήματος περιστρεφόταν δαιμονισμένα, κάνοντας το μικρό δρόμάκι του Κουήνς να μοιάζει, με ηφαίστειο που κόχλαζε.
Στο μικρό διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, η μυρωδιά του καπνού είχε γίνει ήδη αισθητή στα ρουθούνια του. Τρύπωνε κάτω από τις πόρτες, κυματιστή σαν αέρινο ερπετό. Φώναξε την μητέρα του. Τίποτε. Κατέβηκε από το κρεβάτι του και άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου. Στο σκοτάδι του χώρου -αργότερα θα το περιέργραφε σαν καθιστικό αλλά έπαιζε σύνθετο ρόλο στην καθημερινή τους ζωή- αντίκρυσε μια ολοστρόγγυλη πύρινη λάμψη. Έμοιαζε σαν ένα πορτοκαλί μάτι που έχασκε ορθάνοικτο, αντικαθιστώντας το σιδερένιο πόμολο της εξωτερικής πόρτας. Φώναξε ακόμα μια φορά την μητέρα του. Αυτή την φορά πιο δυνατά. Απέναντι από την σβηστή τηλέοραση, η σιλουέτα της, πάνω στην ξεφτισμένη πολυθρόνα τον έκανε να αναθαρρήσει. Έτρεξε προς τα εκεί. Ο αέρας τον έκανε να βήξει. Ήταν ένα συνοθύλευμα καπνού και αναθυμιάσεων από ουίσκι. Η μητέρα του ανάσαινε βαριά. Μύριζε ιδρώτα και αλκοόλ. Την ταρακούνησε, φωνάζοντας σχεδόν μέσα στο αυτί της. Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Μόνο έγυρε ενοχλημένη, το κεφάλι της και άφησε το άδειο μπουκάλι που είχε στην αγκαλιά της, να σπάσει στο πάτωμα. Ο Τζον προσπάθησε να την τραβήξει, από την αγκαλιά της πολυθρόνας. Ίσως αν την έριχνε κάτω να την ξυπνούσε. Προσπάθησε, μα ήταν πολύ βαριά για να την μετακινήσει.
Έτρεξε πίσω στο δωμάτιο του. Ανέβηκε στο κρεβάτι του και προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο. Στο ταραγμένο μυαλό της, τα καρφιά, ήταν μια καλή ιδέα για την ασφάλεια του μικρού της Τζον. Στέκονταν καρφωμένα ατάραχα, σε κάθε του προσπάθεια. Άρχισε να φωνάζει με όση δύναμη είχε. Κουνούσε τα χέρια του προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή των ανθρώπων που έβλεπαν το κτίριο να καίγεται. Τα δάκρυα του φόβου και της απόγνωσης ανακατεύονταν με εκείνα που δημιουργούσε ο καπνός. Άφησε το παράθυρο και έτρεξε ξανά στην αποκοιμισμένη μητέρα του. Έπιασε ένα κομμάτι από το σπασμένο μπουκάλι. Ίσως να συνέρχόταν, αν την πονούσε. Την τσίμπησε με την γυάλινη αιχμή. Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Έσφιξε τα δόντια του και με όση δύναμη του απέμενε, κάρφωσε το κομμάτι στο πάνω μέρος της παλάμης της. Το χέρι του γλύστρισε και το γυαλί, χαράκωσε την παλάμη του Τζον. Δεν τον πείραζε. Αρκεί να ξυπνούσε. Μα δεν υπήρξε αποτέλεσμα.
Η πόρτα έτριξε. Η φωτιά στον χώρο του διαδρόμου την έτρωγε γρήγορα. Θα έσπαγε το παράθυρο του δωματίου του. Ήταν η τελευταία ελπίδα τους. Το τασάκι που ήταν απιθωμένο δίπλα στην πολυθρόνα, ξεχείλιζε από αποτσίγαρα και στάχτες. Το άδειασε χωρίς δεύτερη σκέψη και κρατώντας το, έτρεξε και πάλι στο δωμάτιο του. Στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Το εκτόξευσε προς την σωτηρία τους, ενώ ταυτόχρονα έβηχε καθώς ο καπνός πύκνωνε. Εκείνο διέγραψε μια ψηλοκρεμαστή πορεία και αναπηδώντας μια φορά, κατέληξε πάνω στο στρώμα του κρεβατιού του. Το άρπαξε χωρίς δεύτερη σκέψη και το εκσφεντόνισε ξανά πάνω στο τζάμι.

Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12

  1. τρωγλοδύτης says:

    Γιώργο, τα ρέστα μου….

  2. Σαν παραμύθι says:

    Έγραψες!!! Καλά δεν περίμενα και τίποτα λιγότερο. Εύγε my friend 😉

Leave a Reply

[use Ctrl-V to Paste]